- Πελοποννησίοις
- Πελοποννήσιοιmasc dat plΠελοποννήσιοςin the Peloponnesianmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμιξία — η (AM ἐπιμιξία και ἐπιμειξία Α και ἐπιμιξίη) [επίμικτος] η διασταύρωση δύο ομάδων, φυλών ή λαών με επιγαμία νεοελλ. τεχνική αναπαραγωγή ζώων με την ένωση δύο αναπαραγωγέων που δεν ανήκουν σε γνήσιες γενιές αρχ. μσν. 1. επικοινωνία, συνάφεια,… … Dictionary of Greek
ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… … Dictionary of Greek